- πιθανουργικός
- -ή, -όν, Α [πιθανουργία]1. αυτός που ανήκει στην πιθανουργία*2. φρ. «πιθανουργική τέχνη» — η τέχνη να πείθει κανείς, να καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό (Πλάτ.)3. αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει, ο πειστικός.
Dictionary of Greek. 2013.